ἐγκαταπήγνυμι

ἐγκαταπίμπρημι

ἐγκαταπίνω
ἐγ·καταπίμπρημι (ao. inf. -καταπρῆσαι) faire brûler dans, dat. Phalar. Ep. 5, p. 28, 65 Valckenaer.
Étym. ἐν, κ.