ἐγκαταρρίπτω

ἐγκατασϐέννυμι

ἐγκατασήπομαι
ἐγ·κατασϐέννυμι [] f. -σϐέσω, éteindre dans, dat. Plut. M. 975c (pf. pass. 3 sg. -κατέσϐεσται) ; 987d (ao. pass. sbj. 3 sg. -κατασϐεσθῇ).
Étym. ἐν, κ.