ἐνθυμηματικός

ἐνθυμηματικῶς

ἐνθυμημάτιον
ἐνθυμηματικῶς [ῠᾰ] adv. en forme d’enthymème, Arstt. Rhet. 3, 17, 17 ; Théon Prog. 99, 30.