ἐνθυμηματικῶς

ἐνθυμημάτιον

ἐνθυμηματώδης
ἐνθυμημάτιον, ου (τὸ) [ῡᾰ] petite sentence, A. Gell. 7, 13, 4 Hertz.
Étym. dim. d’ἐνθύμημα.