ἐνθυμημάτιον

ἐνθυμηματώδης

ἐνθύμησις
ἐνθυμηματώδης, ης, ες [ῡᾰ] en forme d’enthymème, Arstt. Rhet. Al. 33, 3.
Étym. ἐνθύμημα, -ωδης.