ἐπιχρονίζω

ἐπιχρόνιος

ἐπίχρυσος
ἐπι·χρόνιος, ος, ον, qui dure longtemps, de longue durée, Héraclite éph. (DL. 9, 14) ||
E Fém. -α, Cic. Att. 6, 9, 3.
Étym. ἐπί, χρόνος.