ἐπικιναίδισμα

ἐπικινδυνεύω

ἐπικίνδυνος
ἐπι·κινδυνεύω [] seul. au pass. ἐπικινδυνεύομαι, être exposé à un danger, être aventuré, Dém. 915, 14.
Étym. ἐπικίνδυνος.