Ἐπικύδης

ἐπικυδιάω-ῶ

Ἐπικυδίδας
ἐπι·κυδιάω-ῶ, [] (seul. prés. 2 sg. -άεις) c. ἐπικυδαίνομαι, A. Rh. 4, 383.