ἐπιφώνημα

ἐπιφωνηματικός

ἐπιφωνηματικῶς
ἐπιφωνηματικός, ή, όν [] de la nature d’un épiphonème, Hermog. Rhet. 174, 10.
Étym. ἐπιφώνημα.