ἐπισκιάζω

ἐπισκίασμα

ἐπισκιάω-ῶ
ἐπισκίασμα, ατος (τὸ) ombrage, ombre, Ptol. Tetr. 77 ; Procl. Ptol. p. 112.
Étym. ἐπισκιάζω.