Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐπίταξις
ἐπιτάραξις
ἐπιταράσσω
ἐπιτάραξις,
εως
(
ἡ
) [
τᾰ
] trouble, confusion,
Plat.
Rsp.
518
a
.
Étym.
ἐπιταράσσω
.