Ἐρασιφῶν

ἐρασιχρήματος

ἐράσμιος
ἐρασι·χρήματος, ος, ον [ᾰᾰ] qui aime passionnément l’argent, Xén. Mem. 1, 2, 5 ; Philstr. 621.
Étym. ἐράω, χρῆμα.