εὔϐατος

εὐϐαφής

εὔϐιος
εὐ·ϐαφής, ής, ές [] bien teint, Hermés. (Stob. Ecl. 1, 942) ; Sabin. (Orib. 2, 315 B.-Dar.).
Étym. εὖ, βάπτω.