εὐδαιμονισμός

εὐδαιμονιστέος

εὐδαιμόνως
εὐδαιμονιστέος, α, ον, vb. d’εὐδαιμονίζω, Arr. An. 1, 12, 2 ; au neutre, Arstt. Nic. 1, 10, 1.