εὐδιαφορησία

εὐδιαφόρητος

εὐδιάχυτος
εὐ·διαφόρητος, ος, ον, pass. facile à évacuer ou à sécréter par la transpiration, Diosc. (Ath. 10c).
Étym. εὖ, διαφορέω.