εὐπαρακολούθητος

εὐπαρακολουθήτως

εὐπαρακόμιστος
εὐ·παρακολουθήτως [ᾰκ] adv. de manière à ce qu’on puisse facilement suivre, DH. Thuc. 37.
Étym. v. le préc.