Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εὐπαρακόμιστος
εὐπαράκρουστος
εὐπαραλόγιστος
εὐ·παράκρουστος,
ος, ον,
facile à réfuter,
Dysc.
Pron.
6
a
.
Étym.
εὖ, παρακρούω
.