Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαλακτοειδής
γαλακτοθρέμμων
γαλακτόομαι-οῦμαι
γαλακτο·θρέμμων,
ων, ον,
gén.
ονος
[
γᾰ
] nourri de lait,
Antiph.
fr. 52, 4 Kock
(
corr.
γαλατοθρέμμων
).
Étym.
γ. τρέφω
.