γαλακτοθρέμμων

γαλακτόομαι-οῦμαι

γαλακτοπαγής
γαλακτόομαι-οῦμαι [γᾰ] se transformer en lait, devenir laiteux, Th. C.P. 1, 7, 3 ; Plut. M. 968a ; etc.
Étym. γάλα.