Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαλακτόομαι-οῦμαι
γαλακτοπαγής
γαλακτοποσία
γαλακτο·παγής,
ής, ές
[
γᾰπᾰ
] blanc comme du lait caillé,
Anth.
5, 60 ;
12, 204
.
Étym.
γ. πήγνυμι
.