γαλακτόομαι-οῦμαι

γαλακτοπαγής

γαλακτοποσία
γαλακτο·παγής, ής, ές [γᾰπᾰ] blanc comme du lait caillé, Anth. 5, 60 ; 12, 204.
Étym. γ. πήγνυμι.