Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαλακτοπαγής
γαλακτοποσία
γαλακτοποτέω-ῶ
γαλακτοποσία,
seul. ion.
-ίη,
ης
(
ἡ
) [
γᾰ
] régime de laitage,
Hpc.
540, 39
.
Étym.
v. le suiv.