γαλακτοποσία

γαλακτοποτέω-ῶ

γαλακτοπότης
γαλακτοποτέω-ῶ [γᾰ] boire du lait, Hpc. 479, 26 ; 540, 39 ; Th. H.P. 9, 15, 4.
Étym. γαλακτοπότης.