Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
γαλακτοποτέω-ῶ
γαλακτοπότης
γαλακτοτροφέω-ῶ
γαλακτο·πότης,
ου
(
ὁ
) [
γᾰ
] buveur de lait,
Hdt.
4, 216 ;
4, 186 ;
Eur.
El.
169
.