γαλακτοπότης

γαλακτοτροφέω-ῶ

γαλακτοτροφία
γαλακτο·τροφέω-ῶ [γᾰ] nourrir de lait, Spt. 1 Macc. 13, 20 ; Phil. 2, 82, 10 ; etc.
Étym. γάλα, -τροφος de τρέφω.