γαλακτοτροφέω-ῶ

γαλακτοτροφία

γαλακτουργέω-ῶ
γαλακτο·τροφία, ας () [γᾰ] nourriture de laitage, Spt. 4 Macc. 16, 7 ; Phil. 2, 83, etc.
Étym. v. le préc.