γαλακτοτροφία

γαλακτουργέω-ῶ

γαλακτουργός
γαλακτουργέω-ῶ [γᾰ] se faire du lait, en parl. d’une nourrice, Sor. Obst. 212 Dietz.
Étym. γαλακτουργός.