γενεθλιαλογία

γενεθλιαλογικός

γενεθλιαλόγος
γενεθλιαλογικός, ή, όν [] qui concerne les horoscopes ; γ. ἐπιστήμη, Jambl. Myst. p. 167 ; ou subst. ἡ γ. (s. e. τέχνη), Phil. 1, 466 ; Procl. etc. l’art de tirer des horoscopes.