γλωσσογάστωρ

γλωσσογράφος

γλωσσοειδής
γλωσσο·γράφος, ος, ον [] qui explique les mots difficiles (d’une langue), Ath. 114b ; Gal. 2, 92b.
Étym. γλῶσσα, γράφω.