γραμματείδιον

γραμματειδιοποιός

γραμματεῖον
γραμματειδιο·ποιός, οῦ () [μᾰ] fabricant de tablettes à écrire, Com. (Com. fr. 1, 460 ; 4, 441).
Étym. γραμματείδιον, ποιέω ; cf. γραμματιδιοποιός.