γραμματοδιδασκαλεῖον

γραμματοδιδάσκαλος

γραμματοεισαγωγεύς
γραμματο·διδάσκαλος, ου () [μᾰῐκᾰ] maître d’école, Télès (Stob. Fl. 98, 72) ; Plut. Alc. 7.
Étym. γράμμα, δ.