γραμματοδιδάσκαλος

γραμματοεισαγωγεύς

γραμματόκος
γραμματο·εισαγωγεύς, έως () [μᾰᾰ] scribe ou docteur, sel. d’autres, gouverneur ou fonctionnaire (cf. γραμματεύς fin), Spt. Deut. 1, 15 ; 16, 18 ; 29, 10 ; 31, 28.
Étym. γράμμα, εἰσάγω.