γραμματόκος

γραμματοκύφων

γραμματολικριφίς
γραμματο·κύφων, ωνος () [μᾰῡ] misérable scribe (litt. courbé sur son écriture), Dém. 297, 27 ; Phil. 2, 536.
Étym. γράμμα, κύπτω.