γραμματοκύφων

γραμματολικριφίς

γραμματοφορέω-ῶ
γραμματο·λικριφίς, ίδος () [μᾰῐφ] mauvais critique (litt. qui lit ou écrit de travers), Anth. 11, 140.
Étym. γράμμα, λ.