ἡδύοσμος

ἡδυπάθεια

ἡδυπαθέω-ῶ
ἡδυπάθεια, ας () [ῠπᾰ] vie de jouissance, mollesse, Xén. Cyr. 7, 5, 74 ; Ath. 40c, 310a.
Étym. ἡδυπαθής.