εἴλω

εἵλως

εἱλωτεία
εἵλως, ωτος () hilote, esclave lacédémonien, Thc. 1, 101, etc. ; Xén. Hell. 1, 2, 18 ; Plut. Lyc. 1, etc.
Étym. cf. εἷλον, v. αἱρέω.