ἑκατογκεφάλας

ἑκατογκέφαλος

ἑκατόγκρανος
ἑκατογ·κέφαλος, ος, ον [ᾰᾰ] à cent têtes, Eur. H.f. 882, 1188 ; Ar. Ran. 473.
Étym. ἑ. κεφαλή.