ἑκατονταπλασιάζω

ἑκατονταπλασιασμός

ἑκατονταπλασίων
ἑκατονταπλασιασμός, οῦ () [κᾰλᾰ] action de centupler, Orig. 177.
Étym. ἑκατονταπλασιάζω.