ἱπποτραγέλαφος

ἱπποτροφεῖον

ἱπποτροφέω-ῶ
ἱπποτροφεῖον, ου (τὸ) endroit où l’on élève des chevaux, haras, Str. 212, 752.
Étym. ἱπποτρόφος.