Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀλοόφρων
ὁλοπόρφυρος
ὁλόπτερος
ὁλο·πόρφυρος,
ος, ον
[
ῠ
] tout de pourpre,
Xén.
Cyr.
8, 3, 13 ;
Spt.
Num.
4, 7,
etc.
Étym.
ὅλος, πορφύρα
.