ὁλοπόρφυρος

ὁλόπτερος

ὀλόπτω
ὁλό·πτερος, ος, ον, dont les ailes sont d’une seule pièce, Arstt. Insomn. 2 ; P.A. 4, 12, etc. ; Str. 259.
Étym. ὅλ. πτερόν.