ὁμοιοκατάληκτος

ὁμοιοκαταληκτώδης

ὁμοιοκάταρκτος
ὁμοιοκαταληκτώδης, ης, ες, rempli de membres de phrase à désinence semblable, Sch.-Isocr. p. 105, 4.
Étym. ὁμοιοκατάληκτος, -ωδης.