ὁμοιόσχημος

ὁμοιοσχημοσύνη

ὁμοιοσχήμων
ὁμοιοσχημοσύνη, ης () [] ressemblance ou conformité extérieure, Arstt. Soph. el. 1, 6.
Étym. ὁμοιοσχήμων.