ὁπλιτικός

ὁπλιτοδρομέω-ῶ

ὁπλιτοπάλης
ὁπλιτοδρομέω-ῶ, courir pesamment armé, Paus. 1, 23, 11.
Étym. ὁπλίτης, δρόμος.