ὁποτέρωσε

ὁποτερωσοῦν

ὅπου
ὁποτερωσ·οῦν, adv. indéf. n’importe de laquelle des deux manières, Arstt. An. pr. 2, 9, 1.
Étym. ὁποτέρως, οὖν.