ὑδρωπιάω-ῶ

ὑδρωπικός

ὑδρωπισμός
ὑδρωπικός, ή, όν, hydropique, Hpc. Aph. 1246 ; Arstt. Probl. 3, 5, 7 ; Pol. 13, 2, 6 ; fig. Anth. 11, 332 ; τὸ ὑδρωπικόν, Lgn 3, 4, hydropisie.
Étym. ὕδρωψ.