Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὑδρωπικός
ὑδρωπισμός
ὑδρωπιώδης
ὑδρωπισμός,
οῦ
(
ὁ
)
c.
ὑδρωπία,
C. Aur.
M. acut.
1, 14
.