ὑπεράχθομαι

ὑπερϐάθμιος

ὑπερϐαίνω
ὑπερ·ϐάθμιος, ος, ον, qui franchit le seuil, Marin. V. Procl. 13, p. 30.
Étym. ὑ. βαθμός.