ὑπερόπτης

ὑπερόπτησις

ὑπεροπτικός
ὑπερόπτησις, εως () action de faire trop rôtir, de dessécher, Gal. 16, 626 ; 19, 576 ; A. Aphr. Probl. 1, 104.
Étym. ὑπεροπτάω.