Ὑψιμέδων

ὑψιμέλαθρος

ὑψινεφής
ὑψι·μέλαθρος, ος, ον []
1 à la voûte élevée, Hh. Merc. 103, 134, 399, etc. ||
2 p. ext. fig. dominant, souverain, Orph. H. 4, 1.
Étym. ὕ. μέλαθρον.