ὑψιμέλαθρος

ὑψινεφής

ὑψίνοος-ους
ὑψι·νεφής, ής, ές [] qui réside dans les nues au haut des airs, Pd. O. 5, 40 ; Nonn. Jo. 15, 34.
Étym. ὕ. νέφος.